σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ … Dictionary of Greek
σκοπῷ — σκοπάω pres opt act 3rd sg σκοπός one that watches masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπῶι — σκοπῷ , σκοπάω pres opt act 3rd sg σκοπῷ , σκοπός one that watches masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνοσκοπώ — ἰχνοσκοπῶ, έω (Α) παρατηρώ τα ίχνη, εξετάζω τα ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + σκοπῶ (< σκοπος < σκοπός), πρβλ. αστερο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] … Dictionary of Greek
μαγνητοσκοπώ — εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο σκοπώ, βολιδο σκοπώ] … Dictionary of Greek
μυθοσκοπώ — μυθοσκοπῶ, έω (Μ) εξετάζω αυτά που λέγονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + σκοπῶ (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. καιρο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] … Dictionary of Greek
οδοσκοπώ — ὁδοσκοπῶ, έω (Μ) (για ληστές) παρατηρώ τους δρόμους, ενεδρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ημερο σκοπώ, καιρο σκοπώ] … Dictionary of Greek
εξιχνοσκοπώ — ἐξιχνοσκοπῶ, έω (Α) αναζητώ ακολουθώντας τα ίχνη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιχνο σκοπώ (< ίχνος + σκοπώ)] … Dictionary of Greek
οπλοσκοπώ — ὁπλοσκοπῶ, έω (Α) επιθεωρώ τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκοπώ] … Dictionary of Greek
ορθοσκοπώ — ὀρθοσκοπῶ, έω (Α) εξετάζω κάτι με σωστό τρόπο, εξετάζω ορθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ευθυ σκοπώ] … Dictionary of Greek